- δίαιμον
- δίαιμοςbloodymasc/fem acc sgδίαιμοςbloodyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίαιμος — δίαιμος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει αίμα 2. φρ. «δίαιμον ἀναπτύειν» φτύνει αίμα, κάνει αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, σύναιμος)] … Dictionary of Greek
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek